Διαμεσολάβηση

Η Διαμεσολάβηση («Μediation») συνιστά τον πλέον σύγχρονο εξωδικαστικό τρόπο επίλυσης διαφορών. Λειτουργεί με επιτυχία στο εξωτερικό εδώ και δεκαετίες, τα τελευταία δε χρόνια και στη χώρα μας, συμβάλλοντας αποφασιστικά και ουσιαστικά στην ταχεία εξωδικαστική επίλυση υποθέσεων.

Στην Ελλάδα η Διαμεσολάβηση εισήχθη αρχικώς με τον νόμο 3898/2010, που μετέφερε στο εθνικό δίκαιό μας την κοινοτική οδηγία 2008/52/ΕΚ. Πλέον ο νόμος που ορίζει τα σχετικά με τον θεσμό και που θεσπίστηκε για την λειτουργία και εφαρμογή της ως άνω διαδικασίας είναι ο Ν. 4640/2019, ο οποίος συνιστά περαιτέρω εναρμόνιση προς τις ανωτέρω κοινοτικές διατάξεις, καθώς και ο Ν.2664/1998 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μετά την ψήφιση του Ν. 4821/2021 προκειμένου για την κτηματολογική διαμεσολάβηση.

Ως διαμεσολαβητής, νοείται το τρίτο, ουδέτερο, πρόσωπο σε σχέση με τα συμμετέχοντα μέρη και τη διαφορά, το οποίο, με την κατάρτιση, την σχετική εκπαίδευση, τις δεξιότητες καθώς και την εμπειρία που το διακρίνουν, αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, διευκολύνοντάς τα να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση για τη διαφορά τους.

Τα μέρη της διαφοράς με την υποχρεωτική παρουσία των δικηγόρων τους, επιλέγουν τα ίδια τον Διαμεσολαβητή τους ή σε περίπτωση διαφωνίας τους ως προς το πρόσωπο αυτού, ο διορισμός γίνεται μέσω της ΚΕΔ του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκουσίως.
Με τη βοήθεια του Διαμεσολαβητή διαπραγματεύονται και καταλήγουν σε μία κοινά αποδεκτή λύση για τη διαφορά τους. Το Πρακτικό της Διαμεσολάβησης, στο οποίο αποτυπώνεται η συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη, μπορεί να έχει ισχύ ισοδύναμη με δικαστική απόφαση, καθώς δίνεται η
δυνατότητα να καταστεί τίτλος εκτελεστός ( . Η Διαμεσολάβηση είναι μία διαδικασία εκούσια και απολύτως ευέλικτη την οποία χαρακτηρίζει η εμπιστευτικότητα, η διαδραστικότητα και η αμεροληψία. διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση)